σιτολογικός

σιτολογικός
-ή, -όν, Α [σιτολόγος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιτολόγο («σιτολογικὸν διάγραμμα», πάπ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτολογικόν
η αμοιβή τού σιτολόγου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”